μεταρσιολέσχης

μεταρσιολέσχης
μεταρσιολέσχης, ὁ (Α)
αυτός που αερολογεί σχετικά με τα υψηλά και ουράνια θέματα, ο μετεωρολέσχης* («τοὺς μεταρσιολέσχας ἅπαντας οἶσθα ζητοῡντας, πότερον ἄπειρός ἐστιν ἤ πέρας ἔχων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάρσιος «ασταθής, μάταιος» + -λεσχης (< λέσχη «τόπος συνάθροισης, συζήτηση»), πρβλ. αδο-λέσχης, μετεωρο-λέσχης).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταρσιολέσχου — μεταρσιολέσχης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρσιολέσχας — μεταρσιολέσχᾱς , μεταρσιολέσχης masc acc pl μεταρσιολέσχᾱς , μεταρσιολέσχης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek

  • μεταρσιολεσχία — μεταρσιολεσχία, ἡ (Α) [μεταρσιολέσχης] η φλυαρία σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα …   Dictionary of Greek

  • μεταρσιολεσχώ — μεταρσιολεσχῶ, έω (Α) [μεταρσιολέσχης] φλυαρώ σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα, μετεωρολογώ)* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”